φθινοπώρῳ

φθινοπώρῳ
φθινόπωρον
the waning of
neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φθινοπώρω — φθινόπωρον the waning of neut nom/voc/acc dual φθινόπωρον the waning of neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρπίζω — (I) (Α καρπίζω) [καρπός (Ι)] μέσ. καρπίζομαι (σχετικά με φήμη, δόξα, κύρος) αποκτώ, έχω («δόξαν ἐσθλὴν ἐν βροτοῑς καρπίζεται», Ευρ.) νεοελλ. 1. παράγω ή σχηματίζω καρπό, καρποφορώ 2. φέρω αποτέλεσμα 3. κάνω κάτι να καρποφορήσει αρχ. 1. (ενεργ.… …   Dictionary of Greek

  • συνεγγίζω — Α 1. βρίσκομαι ή έρχομαι κοντά σε κάποιον ή σε κάτι («θέρους τοῡ συνεγγίζοντος τῷ φθινοπώρῷ», Διοσκ.) 2. προσεγγίζω, φθάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐγγίζω «πλησιάζω, προσεγγίζω»] …   Dictionary of Greek

  • τετράχωρος — ον, Α (ιδίως για καρπούς) αυτός που περιλαμβάνει τέσσερα χωρισμένα τμήματα («τῷ φθινοπώρῳ φέρει σπέρμα ἐν θυλάκοις συνεζευγμένοις τριχώροις ἤ τετραχώροις», Διοσκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + χωρος (< χῶρος), πρβλ. ἐννεά χωρος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”